- ἀδειής
- ἀ-δειής (δέος): fearless; κύον ἀδδεές, ‘shameless hussy.’
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀδειής — ἀδεής fearless masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είπερ — εἴπερ και εἰ περ (Α) 1. αν πράγματι («εἴπερ γάρ τε χόλον και αὐτῆμαρ καταπέψῃ» αν πράγματι πάψει την οργή του) 2. και αν ακόμη («εἴ περ ἀδείης τ ἐστι» και αν ακόμη είναι άπειρος, κι αν ακόμη δεν έχει ιδέα) 3. εάν δηλαδή (ενώ στην πραγματικότητα… … Dictionary of Greek